ἀντιπρόζυμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιπρόζυμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιπρόζυμο τό, Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. προζύμι.

Σημασιολογία

Ἡ ἐκ τῆς κανονικῆς ἑκάστοτε ζύμης καὶ ποσοῦ τινος ἀλεύρου παρασκευασθεῖσα ἀφ᾿ ἑσπέρας μᾶζα, ἵνα αὕτη χρησιμεύσῃ τὴν ἑπομένην πρὸς παρασκευὴν τοῦ ὅλου ζυμωτοῦ. Συνών. ἀναδόρωμα, ἀνακίνημα 2, ἀνάπιˬασμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/