ἀντιπροίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπροίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιπροίκι τό, Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. ἀdιπροίκι Κεφαλλ. ἀdιπρούκι Κρήτ. ἀντιπροίτσι Μεγίστ. ἀντίπροικο Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. προῖκα ἢ προικιˬό. Παρὰ Φορτουν. πρᾶξ. 2, 438 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) τύπ. ἀντιπρούκι.
Σημασιολογία
1) Δωρεὰ προσφερομένη ὑπὸ τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν ἄπροικον νύμφην Ζάκ. Κεφαλλ.: Δίνω - τάζω ἀντιπροίκι Ζάκ. 2) Τὸ ἐπὶ πλέον τῆς ὑπεσχημένης προικὸς παρεχόμενον ὡς δῶρον ὑπὸ τῶν γονέων τῆς νύμφης Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ.: ᾌσμ. Χρόνους μαζεύαν τὰ προικιˬὰ καὶ μήνους τ' ἀντιπροίκιˬα Λάστ. Ρηγόπουλλον παντρεύεται νὰ πάρῃ ρηγοπούλλα, ράφτρες τῆς ράβγουν τὰ προυτσιˬὰ τσαὶ σκλάβες τ' ἀντιπροίτσιˬα Μεγίστ. Τὸ παιδί μου τ’ ἄσπρο τ’ ἄσπρο | τὸ παντρέψανε ᾽ς τὸ κάστρο καὶ τοῦ δώσανε ἀντιπροίκι | μιˬὰ παδέλλα κ’ ἕνα σπίτι (βαυκάλ. παδέλλα = πηλίνη χύτρα.) Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA