ἀντιπροσωπίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπροσωπίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιπροσωπίδα ἡ, Ἰων. (Ἀλάτσατ. Κρήν.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ, τοῦ οὐσ. προσωπίδα.
Σημασιολογία
1) Ὁ περιέχων τὸ ἔμβρυον ὑμήν, ὅταν προωθούμενος ὑπὸ τοῦ ἐμβρύου κατὰ τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς μήτρας περικαλύπτῃ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ Ἰων (Ἀλάτσατ. Κρήν.) Συνών. ἀντιπρόσωπο (ἰδ. ἀντιπρόσωπος 2), προσωπίδα. 2) Προσωπίς, προσωπεῖον Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Συνών. μουριˬά, μουτσούνα, προσωπίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA