ἀντιρράβδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιρράβδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιρράβδι τό, ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,360 ἀdιρράβδι Κύθηρ. ἀd’ρράβδ' Θρᾴκ. ( Αἴν.) ἀντίρραβδο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀντίρραβδου Βιθυν. (Κατιρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ραβδί.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
1) Μέρος τοῦ ὑφαντικοῦ ἵστοῦ, ράβδος χειροπληθὴς προσαρμοζομένη εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ὀπισθίου ἀντίου καὶ ἐξικνουμένη μέχρι τῆς ὑφαντρίας. Διὰ ταύτης συγκρατεῖται ἀκίνητον τὸ ἀντίον ἢ ἀφαιρουμένης στρέφεται κατὰ τὴν ἑκάστοτε ἀνάγκην Βιδυν. (Κατιρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. ἀντίρραβδος. 2) Ράβδος μακρὰ διὰ τῆς ὁποίας τινάσσουν τὸν καρπὸν ἀπὸ τῶν ἐλαιοδένδρων Θρᾴκ. (Αἶν.)-ΑΒαλαωρ ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τοῦ γεωργοῦ τὰ σύνεργα βουκέντρες, καρπολόγοι καὶ δικριάνιˬα ἕνα σωρὸ καὶ δέμα μὲ αντιρράβδιˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA