ἀντίρρακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίρρακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίρρακο τό, Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ρακί.

Σημασιολογία

Οἰνόπνευμα λαμβανόμενον ἐκ τῆς τρυγὸς τοῦ οἴνου: Βγάλ-λουν τὴν λάσπην τοῦ κρασιˬοῦ, τὴν καζανεύουν καὶ γίνεται τὀ ἀντίρρακο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/