ἀντιρρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιρρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιρρίδι τό, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Παξ. ἀdιρρίδι Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀντιρρίδ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) ἀντ᾽ρρίδ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιρρίχνω ὡς καὶ ἀποκαθαρίδι ἐκ τοῦ ἁποκαθαρίζω, γεμίδι ἐκ τοῦ γεμίζω κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 359.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὑστερογενὴς καὶ ἀργὸς βλαστὸς τῆς ἀμπέλου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Παξ. Συνών. διγόνι, παραβλάσταρο. β) Τὸ ὑστερογενὲς βλάστημα τοῦ σίτου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γ) Κατώτερος καὶ βραχύτερος κλῶνος δένδρου Παξ. Ζ) Ἡ ὑστερογενὴς καὶ ἀτελῶς ὡριμάζουσα μικρὰ σταφυλὴ Ἤπ. Μακεδ.: Θὰ τὰ μάσουμι κὶ τ᾿ ἀντιρρίδιˬα Μακεδ. Συνών. βοτρύδι, καμπανός, κουδούνι. β) Ἀτροφικὸς καρπὸς νεωστὶ φυτευθέντος φυτοῦ Ἤπ. 3) Ὁ ἐπὶ τοῦ δένδρου ὑπολειφθεὶς καρπὸς μετὰ τὴν συγκομιδὴν Μακεδ. (Βελβ.) 4) Τὸ τρυφερὸν φύλλον τῆς μορέας φυόμενον μετὰ τὴν κλάδευσιν τοῦ δένδρου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πβ. ἀναφυσίδι. 5) Μεταφ. ὑπόλειμμα κατωτέρας ποιότητος οἱουδήποτε πράγματος Μακεδ.: Αὐτὸς πῆρι τοὺν ἀθέρα κὶ μένα μ’ ἔδουκι τ’ ἀντιρρίδιˬα (ἐπὶ βοσκημάτων, καρπῶν κττ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/