ἀντιρρίμμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιρρίμμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιρρίμμι τό, ΑΚαρκαβίτσ. Παλ. ἀγάπ. 88.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίρριμμα.
Σημασιολογία
Βλαστός, βλάστημα, παραβλάστημα. Ἡ ὀξυˬὰ θέλει τὸ ἐλάτι, κάνουν ἀντιρρίμμιˬα ἀντρει͜ωμένα (μεταφ. ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ρωμαλέων) ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA