ἀντιρρίχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιρρίχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιρρίχνω Ζάκ. ἀντιρρίζω Ζάκ. Ἤπ. (Παραμυθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. ρίχνω. Ὁ τύπ. ἀντιρρίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀντίρριξα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἔκραξα - κράζω κττ.

Σημασιολογία

1) Βλαστάνω, φυτρώνω Ἤπ. (Παραμυθ.) 2) Προώρως βλαστάνω Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/