ἀντισήκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντισήκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντισήκωμα τό, λόγ. κοιν. ἀdισήκουμα Σκόπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντισήκωμα. Ἡ λ. καὶ ἐν παπύροις. Ἰδ. Preisigke Wörterb. griech. Papyr. ἐν λ.
Σημασιολογία
1) Χρηματικὸν ποσὸν παρεχόμενον πρὸς ἐξαγορὰν ὑποχρεώσεώς τινος, συνήθως στρατιωτικῆς, ἀντάλλαγμα λόγ. κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 546,24 «ποινή . . . τὸ ἁπλῶς ἀντισήκωμα», ὃ παρέχεται ὡς συνών. τοῦ ἀντάλλαγμα. 2) Τὸ ἀντίγραφον πρωτοτύπου Σκόπ. Συνών. ἀντίγραφα, ἀντίτυπα. 3) Βραχεῖα ἄρσις, ὑπέγερσις Ζάκ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA