ἀντιστέκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστέκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιστέκω πολλαχ. ἀdιστέκω Κρήτ. κ.ἀ. ἀντ᾿στέκου Θεσσ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ἀντιστέκομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀντιστέκουμαι Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀντιστέκουμι βόρ. ἰδιώμ. ἀdιστέκουμ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μετοχ. ἀντιστεκάμενος ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 56

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. στέκω . Παρ’ Ἡσυχ. ἀντιστήκω (λ. ἀντεξάγω) καὶ παρὰ Σχολ. Σοφ. Αἴ. 104 ἀντιστήκων.

Σημασιολογία

1) Δὲν ὑποχωρῶ, ἐναντιοῦμαι, ἀνθίσταμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀντιστέκεται ᾽ς τὸ δάσκαλό του -᾿ς τὸ μεγαλύτερό του κοιν. Ἔν’ μιτύς, ἀμ-μ᾿ ἀντιστέτεταί του (εἶναι μικρός, ἀλλ᾿ ἀνθίσταται) Κύπρ. Ἀντιστάθην τοῦ δασκάλου αὐτόθ. Ἀντιστάθην τους οὕλους (ἀντεπεξῆλθον κατὰ πάντων) αὐτόθ. || Φρ. Σκουτελλοβαρίχνω σου.-Κ᾿ ἐγὼ ἀdιστέκομαί σου (πρόποσις ἐν συμποσίῳ καὶ ἀπάντησις δηλοῦσα ὅτι θὰ σὲ ἀκολουθήσω εἰς τὴν πόσιν, θὰ πίω ὅσον καὶ σὺ) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἄφ᾽σε με, Χάρ’, ἀπ᾿ τὰ μαλλιˬὰ καὶ πιˬάσε μ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέριˬα καὶ πεˬὰ δὲ σ’ ἀντιστέκομαι, κάμε μ᾿ ὅ,τι θελήσῃς Ἤπ. || Ποιήμ. Δυστυχιˬά του, ὤ δυστυχιˬά του | ὁπο͜ιανοῦ θέλει βρεθῆ ᾿ς τὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου | καὶ ᾿ς ἐκεῖνο ἀντισταθῆ ΔΣολωμ 7 ........σπρώχνουν τ’ ἀντιστεκάμενο βουνὸ τοῦ κάκου μὲ τὸ στήθη ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀντιστένω. 2) Ἀνακόπτω τὴν πορείαν τινός, σταματῶ τινα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.): Τὸν εἶδα νὰ θέλῃ νὰ μπῇ νὰ κλέψῃ τσ᾽ ἀντιστάθηκα Αὐλωνάρ. Ἀντιστάθη ὁ γέρακας κ᾿ ἔπιˬασε καὶ μᾶς ἐξέταζε (γέρακας = γέρων) Λακων. Καὶ ἀμτβ. σταματῶ Κύπρ. Τὸ φαεῖν ἀντιστάθην του (ἐστάθη εἰς τὸν λαιμόν του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/