ἀντιστένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιστένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιστένω ἀμάρτ. Μεσ ἀdιστένομαι Κρήτ. ’ντιστέννουμαι Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀντιστένω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνθίστημι διὰ τοῦ παθ. ἀορ. ἀντεστάθην - ἀντιστάθηκα.
Σημασιολογία
Ἀντιστέκω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴν τ’ ἀdιστένεσαι τοῦ κυροῦ σου, γιˬατὶ δὰ σὲ σκοτώσῃ (δὰ = θὰ) Κρήτ. Ἐdιστάθηκέν του καὶ τοῦτος καὶ γιˬὰ ’κε͜ιονὰ τσ᾿ ἤφαε αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Δούκα Βυζαντ. ἱστορ. 280, 12 (ἔκδ. Βόννης) «ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντιστένων ἐμακροβίω».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA