ἀντιστιβερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστιβερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιστιβερίζω ἀμάρτ. ἀdιστιβερίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Στηρίζω, ἐπακκουμβῶ τι, συνήθως δὲ τὸ μες. στηρίζομαι, ἐπιλαμβάνομαί τινος, ὥστε νὰ μὴ πέσω, ἐπακκουμβῶ εἴς τι. : Ἄ δὲν εὑρίσκουσου ν᾽ ἀdιστιβερίσω τὸ χέρι μου ἀπάνω σου, ἤθελε νὰ ξαπλωθῶ ᾿κεῖ χάμαι. Ἐγλίστρησε, μὰ βρέθηκα κ᾽ ἐdιστιβερίστηκεν ἀπάνω μου καὶ δὲν ἤπεσε. Δὲ bορεῖς νὰ πορπατήξῃς καθόλου, σὰ μεθυσμένη πάς, δὲν ἀdιστιβερίζεσαι ἀπάνω μου; Ησωσα g’ ἐμόλλαρα καὶ δὲν εὑρέθη dίοτα ν᾿ ἀdιστιβεριστ’ ἀπάνω κ᾿ ἐκατασκοτώθηκα. Ὅλον ἀπάνω μου ’σ’ ἀdιστιβερισμένος. 2) Μέσ. μεταφ. βοηθοῦμαι, ἐνισχύομαι ὑπό τινος: Φεύγεις; ὤ βοή, κ᾽ ἐdιστιβερίζουμου gιˬ ἀπάνω σου κ’ εἶχα τὴ βολή μου βρισκισμένη! (ἐστηριζόμην εἰς σὲ καὶ ἤμην ὡς πρὸς τοῦτο ἐξησφαλισμένη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/