ἀντιτροχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιτροχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιτροχιˬάζω ἀμάρτ. ἀντροιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντιτρόχι.
Σημασιολογία
Προσαρμόζω. Θέτω πρὸ τοῦ τροχοῦ τῆς ἁμάξης ἀντιτρόχι ᾎσμ. Τ’ ἁμάξι μου, Κυπριανέ, ἔν ἔσ-σω ἀντροιˬασμένον (ἕσ-σω = μέσα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA