ἀντιφεγγιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιφεγγιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντιφεγγιˬὰ ἡ, ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 84 Κπαρορ. Ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ. 45 - (Νουμᾶς 1910 σ. 197) κ. ἀ. ἀντ’φιγγιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιφέγγω.

Σημασιολογία

Τὸ ἐξ ἀνακλάσεως φῶς ἔνθ’ ἀν.: Μέσ᾿ ᾽ς τ᾿ν ἀντ’φιγγιˬὰ τήρα κὶ θὰ ἰδῇς ἓνα σ’λλὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ πρόσωπό της τὸ φωτοῦσε ἠ ἀντιφεγγιˬά, τὰ μαλλιˬά της μένανε ’ς τὸν ἥσκιˬο (Νουμᾶς ἔνθ᾽ ἀν.) Σὰ γυˬαλὶ λαμποκοπάει καὶ σπιθουρίζει χρυσαφένιˬες ἀντιφεγγιˬὲς ΚΠαρορ. ἔνθ’ ἀν. Ἕνα μικρὸ φεγγάρι σιγὰ σιγὰ ἀνάβει κιˬ αὐτό . . . καὶ ρίχνοντας χλομὲς ἀντιφεγγιˬὲς ’ς τὴ θάλασσα τὴν ἀσημώνει ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντηλιˬὰ 1, ἀντιφεγγίδα 1, ἀντιφέγγισμα, ἀποφεγγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/