ἀντιφεγγίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφεγγίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιφεγγίδα ἡ, ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 64 ἀdιφεgίδα Θήρ. Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιφέγγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἑξ ἀνακλάσεως ἀκτινοβολία παντὸς στιλπνοῦ πράγματος Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.) - ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Ἀdιφεgίδες ρίχνουν τὰ σκολαρίκιˬα σου Κρήτ. Ἀντανακλοῦσαν μαλακὲς, χλομὲς ἀντιφεγγίδες τοῦ καφενείου τὰ γυˬαλιˬὰ ἀπόξω ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Κρῖμα ’ς τὸν ἄσπρο σου λαιμὸ νὰ ρίχνῃ ἀdιφεgίδες κ’ ἐγὼ νὰ ξημερώνωμαι ἀπάνω ᾿ς τσ᾽ ἀστοιβίδες Κρήτ. Ὅdο λουστῇς καὶ χτενιστῇς, τρεῖς ἥλιˬοι πάν’ ὀbρός σου κιˬ ἀdιφεgίδες ρίχνουνε οἱ--ἄκρες τῶ μαλλιˬῶ σου αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιφεγγιˬά. 2) Εἰκὼν ἐξ ἀνακλάσεως, εἴδωλον Θήρ.: Ἤτανε ἡ ἀdιφεgίδα τσῆ νεˬᾶς μέσ’ ᾿ς τὸ πηάδι καὶ ἤλαbε τὸ νερὸ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA