ἀντίχαρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίχαρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντίχαρι ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀντιχάρι Πόντ. (Οἰν.) ἀντιχάρ’ Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντίχαρις.

Σημασιολογία

1) Ἀνταπόδοσις χάριτος, ὀφειλομένης εὐεργεσίας σύνηθ.: ’Σ τὴν χάριν ποῦ μᾶς ἔκαμις νὰ σὶ κάμουμουν κ᾿ ἰμεῖς μιˬὰν ἀντίχαριν Λυκ. (Λιβύσς.) || Παροιμ. Ἡ χάρι θέ’ ἀντίχαρι καὶ πάλι χάρι νά ’ναι (ἡ ἀπόδοσις τῆς εὐεργεσίας δὲν ἐξαλείφει τὴν ἐκ τῆς ληφθείσης εὐεργεσίας ὀφειλομένην εὐγνωμοσύνην) σύνηθ. Ἡ χάρι θέλ’ ἀντιχάριν (ὅτι ὁ ἀποδεχόμενος εὐεργεσίαν ὀφείλει ν’ ἀποβλέπῃ εἰς τὴν ἀπόδοσιν αὐτῆς) Κίμωλ. Συνών. ἀντίκαλον 1. 2) Δῶρον εἰς ἀπόδοσιν ληφθέντος δώρου Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἡ χάρι θέλει κιˬ ἀντίχαρι Οἰν. Συνών. ἀντίδωρο (Ι) ἀντιχάριομα. 3) Τὸ ὑπὸ τῆς νύμφης παρεχόμενον δῶρον εἰς τοὺς συγγενεῖς της εἰς ἀπόδοσιν τοῦ ληφθέντος Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἐποίκεν τὴν πεθεράν ἀτ’ς μεταξωτὸ αλβάρ’ ἀντιχάρ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/