ἀντίχολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίχολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντίχολος ὁ, ΚΠαλαμ Ἴαμβ. καὶ ἀνάπ.2 27 ἀdίχολος Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. χολή.

Σημασιολογία

1) Ἀντιφάρμακον Κρήτ. (Βιάνν.) Συνών. ἀντιφάρμακο 1. β) Τὸ ἀντιφάρμακον τῆς λύπης ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἀλλ’ ἐκείνη ὁλογάλανη | μὲ τ’ ἀνθισμένο χέρι τὸ ἀντίχολο κιˬ ἀντίλυπο | βοτάνι τοῦ προσφέρει ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἡ χολὴ Κρήτ.: Φρ. Ἔσπασ᾿ ἀdίχολός μου (ἐφοβήθην σφόδρα. Συνών. φρ. ἔσπασε ἡ χολή μου). 3) Οἱ κακοὶ χυμοὶ τοῦ στομάχου, ἐπὶ ἐμετοῦ Κρήτ.: Ἔβγαλε τόν ἀdίχολό του ἔξω κ᾿ ἕγινε καλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/