ἀντίχρονος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίχρονος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίχρονος ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ.) Γενικ. τ᾿ ἀντίχρονου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. χρόνος.
Σημασιολογία
1) Κακὸς χρόνος, ἔτος νόσων, πολέμων, ἀφορίας κττ. Κεφαλλ. (Κορινθ.): Τὸν ἀντίχρονό σου! (ἠπιωτέρα ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ τὸν ἀντίχριστό σου!, τῆς φρ. προηγεῖται τὸ αἰσχρᾶς σημ. ρῆμα) Κορινθ. 2) Κατὰ πτῶσιν γενικ. ὡς ἐπίρρ., τοῦ προσεχοῦς ἔτους τὸ ἑπόμενον, τὸ μεθεπόμενον ἔτος πολλαχ. : Ἀdίχρονου νὰ μὴν σ᾿ εὕρῃ! (ἀρὰ) Νίσυρ. || ᾎσμ. Ἐφέτι εἶναι λεύθερος, τοῦ χρόνου παντρεμένος, τ’ ἀντίχρονου μ᾿ ἕναν υἱγιˬὸ καὶ καλοκαρδισμένος Νίσυρ. β) Τὸ προσεχὲς ἔτος Πόντ. (Χαλδ): Τ᾽ ἀντίχρονου θ᾿ εὐτάμ’ ἀτο (εὐτάμε = κάμνομε). Συνών. τοῦ χρόνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA