ἀντίψυχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίψυχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίψυχος ὁ, Πελοπν (Κυνουρ.) ἀdίψυχος Κέρκ. Κρήτ. ἀντίψυχο τό, Ζάκ. Ἤπ. Ἴος Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.) Ρόδ. Στερελλ. ( Μεσολόγγ.) - ΚΠαλαμ. Φλογέρ. Βασιλ.2 66 ἀdίψυχο Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ. Πέρ. κ. ἀ. ἀντίψ’χου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀντίψυχος.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπὲρ τῆς ζωῆς παρεχόμενον μαγικὸν βότανον ἀποσοβοῦν τὸν Θάνατον Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Κυνουρ.): Ἔφαγε τ᾽ ἀντίψυχο (παλαίει νικηφόρως πρὸς τὸν θάνατον) Ἤπ. || ᾌσμ. Τ’ εἶν᾿ ἄρρωστος ὁ Διγενὴς βαρεˬά γιˬὰ νὰ πεθάνῃ . . . τοῦ φέρνουν τὸν ἀντίψυχο γιˬὰ νὰ μὴ βγῇ ἡ ψυχή του Κυνουρ. Ὁ ἕνας τοῦ παίρνει κρύο νερὸ κιˬ ὁ ἄλλος ἀφρᾶτο μόσκο κιˬ ὁ τρίτος τὸν ἀdίψυχο νὰ μὴ ψυχομαχήσῃ Κέρκ || Ποιημ. Τὸ σιδερόχορτο τρυγᾶν, τ’ άντίψυχο μαζώνουν, τὰ μαγιˬοβότανα πιˬοτὰ γιˬὰ κέρασμα ρουφᾶμε ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἔμπλαστρον οἱονδήποτε τιθέμενον ἐπὶ τῆς στομαχικῆς χώρας Ζάκ. Μέγαρ. Πάρ. Πελοπν. (Αἴγ.): Βάdε του ἀdίψυχα ᾿ς τὸ ψυχικὸ, γιˬατὶ θὰ μείνῃ (ψυχικὸ = μέρος κατὰ τὴν στομαχικὴν χώραν) Μέγαρ. β) Ὁ στόμαχος Κρήτ. Συνών. ψυχικό. γ) Πληθ., τὰ στήθη Ρόδ.: Βρέξε τὸ κεφάλιν καὶ τ᾿ ἀντίψυχά του. 3) Τὸ ἀπὸ τοῦ συναισθήματος μεγάλης πείνης ἀνακουφιστικόν, ποτὸν ἢ τράγημα θεραπεῦον τὴν πρὸς λιποθυμίαν τάσιν, ἀναψυκτικὸν Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πᾶρε νὰ πιˬῇς αὐτὸ γιˬ’ ἀντίψυχο (οἷον γάλα, οἶνον κττ.) Καλάβρυτ. Αὐτὸ τοὺ κρασά’ οὑπὄπιˬα πῆι ἀντίψ’χου μέσα μ’ Αἰτωλ || Φρ. Δὲν πῆρα οὔτ’ ἀντίψ’χου (δὲν ἔφαγα οὐδ᾽ ἐλάχιστον) αὐτόθ. β) Μικρὸν διάλειμμα κατὰ τὴν ἐργασίαν πρὸς ἀνάπαυσιν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἄφ᾿σι νὰ πάρου νιˬὰ ψ’χούλλα ἀντίψ’χου, μὶ πέθανις ᾿ς τὴ δ’λε͜ιά. Συνών. ἀνάσα 1. 4) Τεμάχιον ἄρτου ἐκ τῶν διανεμομένων ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κατὰ τὰ μνημόσυνα Ἴος. Συνών. συχώριˬο. 5) Τὸ ποτὸν μαστίχα, τὸ ὁποῖον προσφέρεται εἰς τὰς περὶ τὸν νεκρὸν διανυκτερευούσας γυναῖκας ὡς ἀναψυκτικὸν Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 6) Λυχνία μικρὰ ἢ κανδήλιον ἀναπτόμενον ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς νύκτας μετὰ τὸν θάνατόν τινος εἰς τὴν θέσιν ὅπου ἐξέπνευσε Κύθν. 7) Τεμάχιον ἄρτου ἐντὸς ποτηρίου ὕδατος καὶ πρὸ αὐτοῦ κανδήλιον τὸ ὁποῖον καίει ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὸν θάνατόν τινος ἐν τῷ οἴκῳ Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA