ἀντούκιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντούκιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντούκιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀδούκιˬαστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ντουκιˬαστὸς<ντουκιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διπλωμένος, ἐπὶ ὑφασμάτων Θρᾴκ.: Γιˬὰ ἰδές τον, σὰν ἀδούκιˬαστο τσεbέρ’ εἶναι τὰ μοῦτρα του. 2) Ἀτακτοποίητος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA