ἄντουτε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄντουτε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄντουτε ἐπίθ. Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. dουτὲ<dίου, δι’ ὃ ἰδ. *ἐνδίνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κτυπηθεὶς ὑπὸ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου: ᾿Ετζιίαμε ἄντουτε ὁ ἥλιˬος (ἐξεκινήσαμεν πρὶν ἀκόμη μᾶς κτυπήσῃ μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὁ ἥλιος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA