ἀντραγαθία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντραγαθία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντραγαθία ἡ, ἀνδραγαθία λόγ. κοιν. ἀντραγαθία κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀντρααθία Λυκ. (Λιβύσσ) ἀντραγαθιˬὰ Θρᾴκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀdραγαθία Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων) Σύμ. ἀdραατία Θήρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντραγαθία, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄνδραγαθία. Ὁ τύπ. ἀντραγαθιˬὰ καὶ παρὰ Φορτουνάτ. πρᾶξ. Β στ. 31 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «εἰς τὴν Μισσίνα ἐδιάβηκα καὶ ἀντραγαθιὲς μεγάλες . . . ἥκαμα».

Σημασιολογία

1) Γενναία πρᾶξις, ἀνδραγάθημα κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Δείχνω - κάνω ἀντραγαθία ἣ ἀντραγαθίες. Ἔκαμε κι αὐτὸς τὴν ἀντραγαθία του! (ἐπὶ ψόγου) κοιν. || ᾎσμ. Πο͜ιὸς εἶδε κόρη λεύτερη νὰ πάῃ μακρὰ ᾿ς τὰ ξένα νὰ τὴ θαροῦν γιˬὰ παλληκάρ’ καλύτερο ᾿ς τὸν κόσμο, νὰ τὴ ζηλεύουν τ’ ἄρματα καὶ τὴν ἀντραγαθιˬά της; Θρᾴκ. Συνών. ἀντραγάθημα. 2) Δύσκολος, ἐπικίνδυνος ἐπιχείρησις Λυκ. (Λιβύσσ): Εἶδαν ποῦ ἔκατάφιριν αὐτὴν τὴν ἀντρααθίαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/