ἀντράδερφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντράδερφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντράδερφος ὁ, ἀντράδελφος Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀντράδελφο Πόντ. (Ὄφ.) ἀντράφλος Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀντράδερφος σύνηθ. ἀdράδερφος πολλαχ. ἀντράδιρφους βόρ. ἰδιώμ. ἀντραδιρφὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀντράϊρφος Ρόδ. ἀντράερφος Πόντ. (Σάντ.) ἀντρέαφος Πόντ. (Ἰνέπ.) ᾿ντράϊρφος Ρόδ. ᾿ντρέϊρφος Ρόδ. Θηλ. ἀντραδέλφισσα Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἀντραδέλφ’σσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀντραδέρφισσα Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 2, 63 ἀντραέφ’σσα Πόντ. (Σάντ) Πληθ. ἀντραδέλφ Πόντ. (Χαλδ.) ἀντραδέρφιˬα τά, πολλαχ. ᾽ντραέρφιˬα Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνδράδελφος. Καὶ ὁ τύπ. ἀντράδελφος ὡσαύτως μεσν. Ὁ πληθ. ἀνδραδέλφιˬα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ συζύγου σύνηθ. || Παροιμ. Πεθερὰ καμπάνα ἔχεις | κιˬ ἀντραδέρφη σημαντήρι (χαρακτηριστικὴ τῶν σχέσεων τῆς νύμφης πρὸς τὴν πενθερὰν καὶ ἀνδραδέλφην) Εὔβ. (Κύμ.) || ᾌσμ. Καὶ σύ, καλέ μ᾽ ἀντράδερφε, σῦρε τὸ δρόμο ποῦ ᾽ρθες Ἤπ. Νὰ τιμᾷς τ᾿ ἀντραδέρφιˬα νὰ σὲ λένε κυρὰ νύφη Πελοπν. (Μαντίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA