ἀντράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντράκι τό, Μῆλ. – (Ἑβδομαδ. Τύπ. 1 Ἰουλίου 1934) ἀdράκι Κρήτ. ἀdράτσι Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Ἀνὴρ μικρόσωμος Ἄνδρ. Κρήτ. : Καμά, τί ἀdράτσι εἶν’ εὐτό; (καμὰ = καλὲ μάννα) Ἄνδρ. Συνών. ἀντρίτσι 1. 2) Νέος μὲ ἀνάπτυξιν σωματικὴν ἀνδρὸς Κρήτ. Μῆλ. - (Ἑβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν.): Ἔγινε ἀλάκερο ἀντράκι Μῆλ. Ἔγιναν νεαρὰ ἀντράκιˬα (Ἑβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν.) β) Μικρὸς παῖς, θωπευτικῶς ἐν προσφωνήσει πατρὸς πρὸς τὸ τέκνον του Κρήτ.: Καλῶς τ᾿ ἀdράκι μου! Ἔλ’ ἀdράκι μου! 3) Ἀνὴρ ἀνδρεῖος, γενναῖος, παλληκάρι Κρήτ.: ᾎσμ. Μὰ ᾿ς τὸ γιˬουρούσιν ἤλαχε gαὶ τὸ Καπετανάκι, μὰ ’κε͜ιὰ σκοτώθηκε gιˬ αὐτό, κρῖμα χαηˬμὸς ’ς τ᾿ ἀdράκι. Συνών. ἀντρίτσι3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/