ἄντρακλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄντρακλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄντρακλας ὁ, Κωνπλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.) Σῦρ. Χίος κ. ἀ. - ΔΒουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων 40 ἄdρακλας Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σάμ. ἀντράκλας ΔΒουτυρ. Μέσ’ τοὺς ἀνθρωποφάγ. 54 ἄντρακλος Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς μεγεθ. καταλ. -άκλας.
Σημασιολογία
Ἀνὴρ μεγαλόσωμος, σωματώδης ἔνθ’ ἀν. κ.ἀ.: Ἕνας ἄντρακλας ἴσιˬαμ’ ἐκεῖ ’πάνω Ἀρκαδ. Δὲ τὰ βγάνεις πέρα μ’ ἕνα ἄντρακλα σὰν αὐτὸ αὐτόθ. Τί ἄντρακλας! Κωνπλ. Αὐτὸς ὅμως ἤτανε ἕνας ψηλός, πολὺ ψηλὸς ἄντρακλας, ἕνας γίγαντας Δβουτυρ. Ἐπανάστ. ζῴων 40. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντρακαρᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA