ἀντρειοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρειοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντρειοσύνη ἡ, Ἤπ. ἀντρει͜οσύνη Ἤπ:. - ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2117 ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 114 ἀdρειοσύνη Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) ἀdρειουσύ᾽ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀdρειγιˬουσύ’ Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀντρεικοσύνη Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντρεῖος. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. Β 1227 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Ὁ τύπ. ἀντρεικοσύνη ἔχει τὸ κ ἐκ τροπῆς τοῦ γιˬ εἰς κ ὡς καὶ ἀντρειωμένος-ἀντρεικωμένος κττ. Πβ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 52.
Σημασιολογία
Γενναιότης, ἀνδρεία ἔνθ᾽ ἀν.: «Καὶ τὴν ἀρετή... τὴν φαντάζονταν ὁ ἀρχαῖος γεμάτη ἀντρειοσύνη» ΙΔραγούμ. ἔνθ' ἀν. || ᾌσμ. Δὲν εἶδα τὴν παλληκαριˬά κι οὐδὲ τὴν ἀντρε͜ιοσύνη Ἤπ. ’Πάνω ᾿ς τὲς παιδκιˬωσύνες σου, ᾽πὰ ᾽ς τὲς παλ-ληκαρκές σου, ᾿πά ᾽ς τὲς ἀντρεικοσύνες σου, ᾿πά ᾿ς τὲς ἀντρειαρκές σου Κύπρ. - Ποίημ. Ἦταν ὁ Βάρδας ὁ Σκληρὸς κορφὴ τῆς ἀντρε͜ιοσύνης ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «νὰ δείξῃ ἀπάνω ’ς τ’ ἄλογο τέχνη κι ἀντρειοσύνη». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντρεία 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA