ἀντρειότη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρειότη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντρειότη ἡ, Ζάκ. Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνδρειότης Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α1061 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τὸ περασμένο κάμωμα τῆς ἀντρειότης πάλι | μοῦ πλήθυνε τὴν παιδωμή, μοῦ πλήθυνε τὴ ζάλη».

Σημασιολογία

Γενναιότης, ἀνδρεία ἔνθ’ ἀν.: ’Απὸ ἀντρειότη κιˬ ἀπὸ ὠραιότη ὅλα τὰ πράματα γίνονται Σίφν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντρεία 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/