ἀντρειώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρειώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντρειώνω Ἤπ. Πελοπν. Πόντ (Οἰν.) Χίος κ.ἀ. ἀντρειώνου Εὔβ. (Κονίστρ.) Μακεδ. (Σέρρ.) ἀντρε͜ιώνω Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. ἀdρειώνω Δαρδαν. ἀdρειώνου Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀντρώνω LRoussel Grammaire 320 - Λεξ. Βλαστ. Μέσ. ἀντρειώνομαι Πελοπν. (Γορτυν.) ἀντρε͜ιώνομαι Παξ. ἀντρειών-νομαι Κύπρ. ἀντρειώνουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀdρειώνομαι Πελοπν. (Λακεδ. Λακων. Οἰν.) ἀdρειγιˬώνομ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀdρειώνουμ’ Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) ἀντρώνομαι ΣΣκίπη Κολχ. 61 ἀντρειοῦμαι Πόντ. (᾿Ινέπ. Κερασ.) ἀντροῦμαι Πόντ. (Κερασ.) Μετοχ. ἀντρειωμένος κοιν. καὶ Πόντ. ἀντρε͜ιωμένος πολλαχ. καὶ Πόντ. ἀντρειουμένους βόρ. ἰδιώμ. ἀdρειωμένος Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Σύμ κ.ἀ. ἀdρειωμένος Κρήτ. ἀdρε͜ιωμένος Κρήτ. ἀdρειγιˬωμένος Θρᾴκ. ἀντρειγιˬουμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀdρειγιˬουμένους Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀντρεικωμένος Κύπρ. (Καρπασ. Πάφ.) ἀdρει͜ουμένους Σαμοθρ. κ.ἀ. ἀντρωμένος Ἰων. (Καράμπ.) Τῆλ. –ΕΣτρατουδ. Κρητικ. ἐμπνεύσ. 21 ἀdρωμένος Κρήτ. ἀντρουμένους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀντρειώνομαι. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνδρειοῦμαι, ἐξ οὗ ὁ τὺπ. ἀντρειοῦμαι. Καὶ ὁ τύπος τῆς μετοχ. ἀντρωμένος μεσν.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἀνδρεῖος Ἤπ. (Ζαγόρ κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.: Αὐτὸ τὸ γείνουρου δέ’ πῶς ἀντρειώνισι (αὐτὸ τὸ ὄνειρον σημαίνει ὅτι θὰ γίνῃς ἀνδρεῖος. δέ’ = δηλοῖ) Ἤπ. Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα ἀνδρεῖον Δαρδαν. Ἤπ. 2) Συγκεντρῶ, καταβάλλω πάσας τὰς δυνάμεις μου, ἰδίᾳ ἐπὶ ἀσθενῶν προσπαθούντων νὰ ἐγερθοῦν ὁρμητικῶς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Λακων.) 3) ᾿Ανθίσταμαι ἐρρωμένως Ἤπ. -ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ὅσο πεˬὸ ἀντρώνεσαι ὕστερα, τόσο κιˬ αὐτὸς θεριεύει ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. 4) Μεγαλώνω σωματικῶς, εἰσέρχομαι εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ἐπὶ νέου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) – LRoussel ἔνθ’ ἀν: ᾿Αρκινᾷ ταὶ ἀντρειώννεται ὁ γιˬός της (ἀρκινᾷ = ἀρχίζει) Κύπρ. Πβ. ἀντροπατῶ 1. 5) Αὐξάνομαι Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἤπ. Μακεδ. (Σέρρ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Γορτυν. Λακεδ. Λακων. Οἰν.) Πόντ. (᾿Ινέπ. Οἰν.) Χίος κ.ἀ.: ᾽Απὸ τοῦ ἁγίου ᾿Αντρέα ἀντρειώνει ἤ ἀντρειώνεται ἡ μέρα Γορτυν. Κονίστρ. Λακεδ. Χίος κ.ἀ. Τ᾿ ἅγιˬ-᾽Αντρέα κάμνουν κόλλυβα γιὰ ν’ ἀντρειωθοῦν τὰ σπαρτὰ Ἤπ. ᾿Αdρεˬάς, ἀdρειώνεται ἡ μέρα Οἰν. Ὁ ειμὼς ἀντρειοῦται γιˬὰ ὥς τὰ Φῶτα γιˬὰ ἀφ᾽ τὰ Φῶτα (ἡ σφοδρότης τοῦ χειμῶνος συμπίπτει περὶ τὸν χρόνον τῶν Φώτων) ᾿Ινέπ Πβ. καὶ Πεντάτευχ. (ἔκδ. Hesseling) Γέν. 7, 18 «καὶ ἀντρειώθηκαν τὰ νερὰ καὶ ἐπλήθυναν πολλὰ ἐπὶ τὴν ἡγῆ». Μετοχ. 1) Γενναῖος, ἀνδρεῖος κοιν. καὶ Πόντ.: Παροιμ. φρ. Ὁ φρόνιμος νικᾷ τὸν ἀντρειωμένο (ἡ φρόνησις νικᾷ τὴν ἀνδρείαν) κοιν. ᾿Αλλοίμονον ᾿ς τὸν ἀντρειωμένο σὰν τὸν πιˬάσουν τρεῖς σπασμένοι (οἱ πολλοὶ καὶ ἀσθενέστεροι ὄντες καταβάλλουν τὸν ἰσχυρὸν) σύνηθ. Σὲ βοηθᾶνε, λυγερή, καὶ φαίνεσαι ἀντρειωμένη (ἐπὶ τῶν στηριζομένων εἰς τὴν ἰσχὺν τῶν ἄλλων) Πελοπν. || Φρ. ᾿Αdρειγιˬωμένος ἔρχεται, ροῦπες ἀρμαθιˬαστῆτε! (εἰρων. ἐπὶ τῶν κομπαζόντων ὅτι εἶναι γενναῖοι. ροῦπες = δρῦς) Θρᾴκ. || ᾌσμ. Ἄφησ’ με, Χάρ’, ἀπ᾿ τὰ μαλλιˬὰ καὶ πιˬάσ’ με ἀποὺ τὴ μέση, νὰ ἰδῇς ἀπάλιˬο ἀdρίστικο, τό κάνου οἱ--ἀdρωμένοι (ἀπάλιˬο = πάλη) Κρήτ. Τὸν ἀdρε͜ιωμένο μὴ dὸ gλαίς, ἂ λάχῃ κι ἀστοχήσῃ, μ’ ἂν ἀστοχήσῃ μιὰ καὶ δυό, πάλ’ ἀdρε͜ιωμένος θά ’ναι αὐτόθ. Νὰ πιῇς κιˬ ἀφ᾽ τὸ γλυκὺ κρασί, τὸ πίνουν ἀντρωμένοι Ἰων. (Καράμπ.) – Ποιημ. ᾿Εδῶ νὰ παίζῃ τὸ σπαθί, παρέκει τὸ λιθάρι, καὶ μ᾿ ἀντρωμένο πήδημα νὰ σκάβῃ τὸ χορτάρι ΕΣτρατουδ. ἔνθ’ ἀν. β) Ὁ ἔχων ὑπερφυσικὴν ρώμην, ἰσχὺν (κατὰ τὰς δοξασίας τοῦ λαοῦ ὁ τοιοῦτος ἔχει μικρὰν οὐρὰν κατὰ τὸ ἄκρον τῆς σπονδυλικῆς στήλης) πολλαχ.: Αὐτὸ τὸ παιδὶ γεννήθηκε ἀdρειωμένο Ἄνδρ. 2) Οὐσ., μυθικὸν ὄν ἔχον ὑπερφυσικὴν δύναμιν, δυνάμενον νὰ μετακινῇ ὄρη κττ., ἀγαπῶν δὲ καὶ ὑπερασπίζον τοὺς ἀδυνάτους τοὺς καταπιεζομένους ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν Παξ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Βιτριν.) κ.ἀ. Ἡ λ. κατὰ γενικ. τοῦ ’Αντρειωμένου ὡς τοπων. πολλαχ. Πβ. ἀντρειεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/