ἀντρέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντρέλα ἡ, (Νουμᾶς 201, 8) ἀdρέλα Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ἐλαία τῆς ὁποίας τὸ φύλλον ἔχει σχῆμα κυπελλοειδὲς ἔνθ᾽ ἀν.: Μέσα ᾽ς τὸν ἐλαιῶνα οἱ πλε͜ιότερες ἀντρέλες μου ψώριˬασαν (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA