ἀντρίκε͜ια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρίκε͜ια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντρίκε͜ια ἐπίρρ. σύνηθ. ἀdρίκε͜͜ια Ἄνδρ. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Αἶν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) Σῦρ. ('Ερμούπ.) ἀdρίτσε͜ια Εὔβ. (Ὄρ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντρίκε͜ιος.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τρόπον ἀνδρικόν, καθὼς συνηθίζει ὁ ἀνὴρ σύνηθ.: Αὐτὴ κάθεται ἀντρίκε͜ια ᾿ς τὸ μουλάρι σύνηθ. Καθισμένη ἀdρίκε͜ια ’ς τὸ μουλάρι καὶ ὄχι γυναίκε͜ια Κεφαλλ. 2) Γενναίως, ἀνδρείως σύνηθ.: Μιλῶ - φέρομαι ἀντρίκε͜ια. Τὰ λέγω ἀντρίκε͜ια σύνηθ. || Ποίημ. Κ’ ἐκεῖ π᾿ ἀσημοβρόντησαν ᾿ς τὴ μέση τ’ ἄρματά της, ἀντάμα ἀσημοβρόντησεν ἀντρίκε͜ια ἡ καρδιˬά της ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 29. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀντρεῖα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/