ἀντρογυνάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρογυνάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντρογυνάκι τό, Εὔβ. Κῶς ἀντροϋνάκι Κάρπ. ἀdροϋνάκι Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντρόγυνο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άκι.

Σημασιολογία

Νεαρὸν ἀνδρόγυνον ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. ᾿Αντροϋνάκι τρήμερο ’ς τὴ ρίζα μου κοιμήθη Κάρπ. Νὰ εἶναι καλορρίζικο τὸ νεˬὸν ἀντρογυνάκι Κῶς ᾿Αντρογυνάκι νεˬούτσικο καὶ νεˬοστεφανωμένο, ποῦ σὲ στεφάνωσ’ ὁ Χριστός κ᾽ ἡ Παναγιὰ Παρθένα Εὔβ. Συνών. ἀντρογυνούτσικο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/