ἀντρογυνιˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρογυνιˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντρογυνιˬάρικος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἄργ.) ἀdρογυνιˬάρικος Πελοπν. (Λακων.) ἀντρογενιˬάρικος Ζάκ. ἀντροενιˬάρικος Κέως.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντρόγυνο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάρικος.
Σημασιολογία
1) Ἀντρογυνάρικος 1, ὃ ἰδ., Ζάκ.: Κρεββάτι ἀντρογενιˬάρικο. 2) ’Αντρογυνάρικος 2, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Ἄργ. Λακων.): Τά ᾽χει ἀντρογυνιˬάρικα Ἄργ. Ἡ τάδε τὰ κάνει ἀdρογυνιˬάρικα Λακων. 3) Πληθ., δίδυμα ἄρρεν καὶ θῆλυ Κέως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA