ἀντρογυνοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρογυνοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντρογυνοῦσα ἡ, ἀμάρτ. ἀdρουγυˬανοῦσα Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντρόγυνο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα. Διὰ τὸ α τοῦ ἀdρουγυˬανοῦσα πβ. ἀντρυανοχωρίστρα ἐν λ. ἀντρογυνοχωριστής.
Σημασιολογία
Ἡ ἀναμιγνυομένη, συναναστρεφομένη μὲ ἄνδρας, ἐπὶ κορασίων: Φρ. Ἄdρουγυˬανοῦσις, κουπιλλαροῦσις! (φωνάζουν τὰ λοιπὰ κοράσια εἰς τὰ ἀναμιγνυόμενα μὲ τοὺς ἄρρενας παῖδας κοράσια).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA