ἀντροπαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντροπαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντροπαλεύω ἀμάρτ. ἀdροπαλεύω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τοῦ ρ. παλεύω.
Σημασιολογία
Μάχομαι, ἀγωνίζομαι ὡς ἀνὴρ γενναῖος: ᾎσμ. ᾿Εβάστα κιˬ ἀdροπάλευγε ἕνας μὲ σκύλλους δέκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA