ἄνυδρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνυδρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνυδρος ἐπίθ. σύνηθ. ἄνυδρε Τσακων. ἀνυdρος Μέγαρ. Κύθηρ. ἄνυγρος Κύπρ. ἄ’δρος Πάρ. (Λεῦκ.) ἂ’ δρους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄ’dρους Λέσβ. ἄdρυˬους Λέσβ. ἄνεδρος Κύπρ. Ρόδ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 1, 91 ἄνεγρος Κύπρ. Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄνυδρος. Οἱ τύπ. ἄνυγρος καὶ ἄνεγρος ἐκ τροπῆς τοῦ συμπλέγματος δρ εἰς γρ. ᾿Ιδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 45.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄνυδρος. Οἱ τύπ. ἄνυγρος καὶ ἄνεγρος ἐκ τροπῆς τοῦ συμπλέγματος δρ εἰς γρ. ᾿Ιδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 45.
Σημασιολογία
1) Ὁ πάσχων ἀπὸ ἔλλειψιν ὕδατος, ξηρός, αὐχμηρός, ἐπὶ τόπου σύνηθ.: Ἄνυδρος τόπος. Ἄνυδρο χωράφι σύνηθ. || ᾎσμ. Καὶ ὅdεν ἐκατέβαινε κάτω ᾽ς τσ᾿ ἀνύδρους κάbους, ἀρχίζ’ ὁ νότος τὸ νερὸ κι ὁ κὺρ βορεˬὰς τὸ χιόνι Κρήτ. Συνών. ἄνερος 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. β) Ὁ μὴ ἀρδευόμενος, ὁ μὴ ποτιζόμενος πολλαχ.: ᾽Ελα͜ιὲς-dομάτες ἄνυdρες Μέγαρ. κ.ἀ. Ἄνυδρα λάχανα Πελοπν. (Κυνουρ.) Κολοκύθιˬα ἄνυδρα Χίος Ἄνυδρα φασούλιˬα Ἄνδρ. Κρήτ. Συνών. ἄνερος 2, ξερικός. γ) Ὁ μὴ πιὼν ὕδωρ, διψασμένος, Κύπρ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Σήμ-μερα ἐμείνασιν τὰ χτηνά μου ἄνυδρα Κύπρ || Φρ. Νηστικὸς καὶ ἄνυδρος Κυνουρ. || ᾎσμ. Νὰ πιˬοῦν οἱ ἄνυδροι νιρό, νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι Αἰτωλ. δ) Ὁ μὴ πίνων πολὺ ὕδωρ Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἄνυδρος ἄνθρωπος. ε) Ὁ διαιτώμενος εἰς ἀνύδρους εἰς ξηροὺς τόπους Θρᾴκ. Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄνυγρες κουφάες (κουφὴ = ὄφις δηλητηριώδης) Κύπρ. Ἄνυδρα φίδιˬα Θρᾴκ. || Φρ. Ἆ, ποῦ νὰ π-πέσουν ’πάνω σου οἱ ἄνυδρες κουφάες! (ἀρὰ) Κύπρ. || Ποίημ. Τιˬ οὔλα τὴν ἄνεδρην κουφήν, σγοι͜ὰν ρέσ-σεις, ’ποφυσοῦσιν (οὔλα = καθώς, σγο͜ιὰν ρέσ-σεις = ὅταν περνᾷς) ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μὴ ἔχων χυμόν, ἐπὶ καρπῶν παραγομένων ἐν ἀνύδροις τόποις 'Ανδρ. Πελοπν. (Λακων. Σουδεν.) κ.ἀ. β) ’Ανούσιος, ἄνοστος Πελοπν. (Λακων.) 3) Ὁ μὴ περιχυθεὶς διὰ ζέοντος ὕδατος ἐπὶ ἐλαίου, τὸ ὁποῖον ἐξεθλίβη χωρὶς νὰ γίνῃ χρῆσις θερμοῦ ὕδατος Κύθηρ.: Ἄνυδρο λᾴδι. Συνών. ἀθέρμαστος 1, ἀθέρμιστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA