ἀνυπολυιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνυπολυιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνυπολυιˬὰ ἡ, Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνυπόλυτος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ εἶναί τις ἀνυπόδητος, ἀνυποδησία: ’Ποὺ τὴν ἀνυπολυιˬὰν ἐσκλερύναν τὰ πόδκιˬα μου. Συνών. ξυπολυσιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA