ἀνυπολυτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνυπολυτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνυπολυτεύω, μέσ. ἀνυπολυτεύκομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνυπόλυτος.
Σημασιολογία
Γίνομαι ἀνυπόλυτος, καταντῶ ἀνυπόδητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA