ἀνύχιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνύχιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνύχιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνύχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀνύχιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νυχιˬαστὸς<νυχιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεντηθεὶς δι᾽ ὀνύχων Πόντ. (Κερασ.) 2) Ὁ μὴ ἔχων νύχια Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA