ἄνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄνω ἐπίρρ. ᾽Απουλ. (Καλημ.) ’Ικαρ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ. ἄνου ᾽Απουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ. (Κερασ.) ἄν’ Πόντ. (᾿Αργυρόπ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.) τάνου Τσακων. Προστ. ἄνου Κύπρ. καὶ πληθ. ἄνουτε καὶ ἀνοῦτε.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄνω. Ὁ τύπ. ἄνου καὶ μεσν. Ὁ τύπ. τάνου ἐκ τοῦ τὰ ἂνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ ρηματικοῦ τύπ. ἄνου -ἀνοῦτε πβ. καὶ οὔσ-σου, οὐσ-σοῦτε (σιωπή!)

Σημασιολογία

1) Πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐπὶ κινήσεως ᾽Απουλ. (Καλημ.) Ἰκαρ. Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Κάρπ. Κρήτ. Πόντ. (᾿Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: ’Εᾶτζε τάνου (ἐσηκώθη πρὸς τὰ ἐπάνω) Τσακων. Σύρω ἄν᾽ τὰ μανίκιˬα μου (ἀνασύρω τὰς περιχειρῖδας) Ὄφ. Τέρεν ἄν’ (βλέπε πρὸς τὰ ἐπάνω) Χαλδ. Μὴ κανονῆτε γιˬά-ν-ἄνου (μὴ βλέπετε πρὸς τὰ ἐπάνω) Χωρίο Βουν. Νὰ πά τὰ κλάματα ἄνου ’ς τὸν ἀgέρα Καλημ. || Φρ. Ἄνω! (ἐπιφών. παρακελευσματικὸν πρὸς τοὺς ἀροτριῶντας βοῦς διὰ νὰ διευθυνθοῦν πρὸς τὸ ἀκαλλιέργητον μέρος θεωρούμενον τρόπον τινὰ ὑψηλότερον) Κρήτ. Κύθηρ. ᾿Εσ’κῶθεν ἄν’ κ᾿ ἐντῶκεν κὰ (ἐσηκώθη ἀπάνω κ᾿ ἐκτύπησε κάτω. Ἐπὶ σφοδρᾶς διαμαρτυρίας) Τραπ. Πβ. ἔσω. || Παροιμ. Ἄν’ ἄν φτύζω, τὸ πρόσωπό μ᾽, κά, τὰ γέν μ᾿ (ἐπὶ τοῦ ἀναγκαζομένου νὰ ὑποστῇ ἐκ τῶν δύο ἀναποφεύκτων ζημιῶν τὴν μίαν. κὰ = κάτω, γέν = γένεια) Τραπ. || ᾎσμ. ’Υναμαι, ’αφτίζω και προσκυνῶ | γιˬὰ ν’ ἀνέω ἄνω’ς τὸν οὐρανὸ (ύναμαι = δύναμαι, ’αφτίζω = βαπτίζω) ’Ικαρ. β) Ὡς προστ., σήκω, ἐγέρθητι Κύπρ.: Ἄνου να πάμεν ταὶ καρτεροῦν μας. Ἀνοῦτε’ πάνω γλήορα τ ἔχουμεν δουλει͜ὰν. || ᾌσμ. Ἀνοῦτε, φέρτε τὸν παππᾶν βουρῶντα νὰ δκεβάσῃ (βουρῶντα = τρέχοντας) Ἄνουτε, βάες, ἅψετε λαμπάες ταὶ κρατεῖτε (βάες=βάγιες). Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Πβ. Βουστρών. (ἔκδ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2, 491) «ἄνου νὰ πάμεν εἰς τὴν αὐλὴν νὰ δοῦμεν εἶντα πράματα εἶναι». 2) Ἐπάνω, ἄνω, ἐπὶ στάσεως ᾿Απουλ. (Καλημ.) Κάρπ. Τσακων.: Φέρμος ἐστάση ἥλιˬο ἄνου ᾽ς τ᾿ ἀgέρα (ἀκίνητος ἐστάθη ὁ ἥλιος εἰς τὸν ἀέρα) Καλημ. Τάνου σὲ δύου πέτουνε ἔκι ἔχα τὸν κούβελε (ἐπάνω εἰς δύο πέτρας εἶχε τὴν σκάφην) Τσακων. Ἡ λ. ὡς α΄ συνθετ. ἐν τοπων. πολλαχ.: ᾿Ανώπολι Κρήτ. ’Ανωγῆ Ἰθάκ. Ἀνωμερὰ Μύκ. ᾽Ανωδρῦς Κύπρ. κτλ. 3) ᾿Επιρρηματ., πλέον, περισσότερον Κύπρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ.: Ἔν᾿ ἄνω ᾿ποὺ τρεῖς ὀκ-κάες τοῦτον τὸ πιπόνιν Κύπρ. Ὁ χοῖρος ἄνω ᾽ποὺ τώρᾳ ᾿ποὺ τσοὶ ἐνενήdα bέdε ὀκάδες ᾿Απύρανθ. || Φρ. ᾿Ε᾿ τον ἄν’ τῶν ἄν’ (τὸν ἔχει καλύτερα ἀπὸ ὅλους. ἕ’ τον ἐκ τοῦ ἔει ἀτον) Σάντ. Πβ. ἄναβα, ἀπάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/