ἀσπλαχνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπλαχνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπλαχνιˬὰ ἡ, ἀσπλαχνία Πόντ. (Κερασ.) Τσακών. ἀσπλαχνιˬὰ πολλαχ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀσπλαγχνία. Παρὰ Σομ. τύπ. ἀσπλαγχνιˬά.

Σημασιολογία

Ἀνοικτιρμοσύνη, σκληρότης ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Δὲν εἶνι κρῖμα κιˬ ἀσπλαχνιˬὰ νὰ μὴ τοῦ κουναρίσῃς; (ἀναθρέψῃς) Μακεδ. (Γρεβεν.) Ἡ ἀσπλαχνιˬά σου ᾽ναι πολλὴ κ᾿ ἡ πίκριˬα μου μεγάλη ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/