ἄσπλαχνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπλαχνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσπλαχνος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Ποντ. (Ἀμισ. Οἰν. κ.ἀ.) ἄσπλαχνε Τσακων. ἄσπλαγνε Τσακων. ἄνέσπλαχνος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσπλαγχνος.
Σημασιολογία
Ἀνηλεής, ἀνοικτίρμων, σκληροκάρδιος ἔνθ’ ἀν.: Ἄσπλαχνος ἄνθρωπος. Ἄσπλαχνη γυναῖκα-μάννα. Ἄσπλαχνο παιδὶ σύνηθ. Ὁ Τοῦρκος εἶναι ἥσυχος... μὰ φτάνει νὰ τὸν πειράξῃς καὶ τότες φαίνεται τί εἶναι ... ἄσπλαχνο θεριˬὸ ΓΨυχάρ. Ταξίδι3 125 || Γνωμ. Τὸν ἄσπλαχνο στέρνει ὁ Θεὸς ᾿ς τὴν κόλασι κ’ οἱ κολασμένοι τὸνε διˬώχνουν Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. Μάθιˬα γλυκά, μά ᾽ν᾽ ἄσπλαχνα, θεότη δὲ φοβοῦdαι καὶ τὴ ραΐζου dὴ gαρδιὰ χωρὶς νὰ τὴ λυποῦdαι Κρήτ. –Ποιημ. Ἔχω παιδιˬὰ κ᾿ ἡ ἄσπλαχνη ἀρρώστια δὲ μ’ ἀφίνει νὰ πά’ νὰ πιˬάσω τὴ δουλε͜ιὰ λίγο ψωμὶ νὰ βγάλω ΙΠολεμ. Χειμώνανθ.2 128. Συνών. ἀσπλάχνητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA