ἄσπορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσπορος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσπουρους βόρ. ἰδιώμ. ἄσπειρος ἐνιαχ. ἄσπορες Σκῦρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσπορος. Ὁ τύπ. ἄσπειρος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἔσπειρα ἀορ. τοῦ ρ. σπέρνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σπαρμένος ἢ ὁ μὴ σπαρεὶς πολλαχ.: Τὸ ἄφηκα ἄσπορο τὸ χωράφι Κύθηρ. Θὰ τ᾿ ἀφήκω ἄσπορο γιˬὰ νὰ κάμῃ βοσκὴ Σίφν. Συνών. ἄσπαρτος 1. 2) ’Ενεργ. ὁ μὴ σπείρας πολλαχ.: Ἐψόφησε τὸ βούι μου κ’ ἔμεινα ἄσπορος (βούι=βόδι) Κρήτ. Ἀπόμεινε ἄσπορος φέτι Ρόδ. Δὲν εἶχα σ᾿τάρ’ ντὶπ φέτου κ᾿ ἔμ’κα ἄσπουρους Αἰτωλ. || Γνωμ. Ἕναν χρόνον ἄσπορος, πέντε χρόνους ἔρημος (τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχοῦ) Χίος ‖ Παροιμ. Γιˬὰ τὸ κορωνίν ἐμείναμεν ἄσποροι (δὲν ἐσπείραμεν ἐκ φόβου μὴ φάγῃ τὸν σπόρον ἡ κορώνη. Ἐπὶ τῶν δι’ ἀσήμαντον φόβον ἀποτυχίας μὴ ἐπιχειρούντων τι. κορωνίν=κορωνίδιν) Κύπρ. Συνών. ἄσπαρτος 2. 3) Ὁ μὴ ἔχων σπόρον, σπέρμα. ἐνιαχ.: Ἀβγὸ ἄσπορο ἐνιαχ. Τὰ πρῶτα ποῦ κάνει τὸ δέντρο καὶ τὰ καλύτερα εἶναι ἄσπορα ὅλως διˬόλου ΓΞενοπ. Ἀναδυομέν. 26.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/