ἄσπουδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπουδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσπουδα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. σπούδα.
Σημασιολογία
Χωρὶς σπουδήν: ᾿Ακόμα ἀργεῖ τὸ τρένο, ξεκίνα ἄσπουδα (μὲ τὴν ἡσυχίαν σου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA