ἀσπράγκαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπράγκαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπράγκαθο τό, ἀσπραgάθι Κρήτ. ἀσπροκάθ-θι Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) ἀσπράγκαθο πολλαχ. ἀσπράgαθο Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) ἀσπράγκάθου Θεσσ. Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσπράgαθου Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. ἀγκάθι.
Σημασιολογία
Διάφορα ἀγριόχορτα μὲ στέλεχος ἢ φύλλα συνήθως τεφρόχροα τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιῶν τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) 1) Κνίκος ἡ ἰεράκανθα (cnicus benedictus) καὶ κνίκος ὁ Συριακὸς (cnicus Syriacus) ἐνιαχ. Συνών. ἁγιˬαγκάθι, καλάγκαθο. 2) Γαλακτίτης ὁ γναφαλώδης (galactites tomentosus), ἡ τῶν ἀρχ. λευκάκανθα Κέρκ. 3) Κενταύρων τὸ τοῦ ἡλιοστασίου (centaureum solstitialis) Ἤπ. Θεσσ. Συνών. φαλαρίδα. 4) Κίρσιον ἡ ἄκορνα (cirsium ἢ picnomon acarna), ἡ τοῦ Διοσκορίδου ἄκανθα λευκὴ πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγκάθα 1 β, ἔτι δὲ ἀσπράγκαθος. β) Κίρσιον τὸ ἀστρωτὸν (cirsium stellatum) Κέρκ. 5) Σκὸλυμος ὁ στικτὸς (scolymus maculatus) καὶ σκόλυμος ὁ Ἱσπανικὸς (scolymus Hispanicus) πολλαχ. 6) Ξάνθιον τὸ ἀκανθῶδες (xanthium spinosum) Θεσσ. κ.ἀ. Συνών. κολλητσίδα. 7) Ἄκανθος ἡ ἀκανθώδης (acanthus spinosus), πιθανῶς ἡ ἄκανθα ἀγρία τοῦ Διοσκορίδου Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. 8) Εἶδος ἀτρακτυλίδος, πιθανῶς ἀτρακτυλὶς ἡ λευκόκαυλος (carthamus leucocaulos) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA