ἀσπράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπράδα ἡ, σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ Τραπ. κ.ἀ.) ἀσπριάδα ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 13 ἀσπρδα Ποντ. (Ἴμερ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσπράα Χίος (Μεστ. Πυργ. κ.ἀ.) ἀσπρά Κάλυμν. ἀσπράτα Ἀπουλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. -άδα (Ι). Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Ὁ τύπ. ἀσπριˬάδα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀσπριˬά. Τὸ ἀσπρά ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ τύπ. ἀσπράα. Τὸ ἀσπράτα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀσπράdα κατ’ ἐπίδρασιν τῶν εἰς -ata ληγόντων Ἰταλικῶν οὐσ.
Σημασιολογία
1) Ἡ λευκότης, τὸ λευκὸν χρῶμα ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀσπράδα τῆς γυναίκας-τοῦ δέρματος-τοῦ λαιμοῦ-τῶν χεριˬῶν κττ. σύνηθ. Τὰ ὡραῖα της ποδαράκιˬα... πατούσανε μὲ τὴν ἴδιˬα ἀλαφράδα τὴ χλόη, ὅπως όταν ἔδειχναν τὴ γυμνή τους ἀσπράδα ’ς τὸν ἥλιˬο ΠΝιρβαν. Ἀγριολούλ. 220 || Γνωμ. Ἡ ἀσπράδα νικάει ἑφτὰ ἀσκημάδες Ἀθῆν. || ᾌσμ. Ξύπνα τοῦ ἥλιˬου ἡ ἀδερφή, τοῦ bαbακιˬοῦ ἡ ἀσπράδα, ἀκόμη δὲν ἐχόρτασες τοῦ ὕπνου τὴ γλυκάδα; Πελοπν. (Λακων.) Μέσα ᾿ς τὸ χιˬόνι λούστηκες καὶ πῆρες τοὶς ἀσπράδες καὶ πῆρες κι ἀπ᾿ τὸ γιˬασεμὶ οὕλες τοὶς νοστιμάδες Χηλ. Πο͜ιὸς κρίνος ὡραιότατος σοῦ ’δωσε τὴν ἀσπράδα; Χίος –Ποίημ. Καὶ τὰ νεραντζομάγουλα ἄγγελοι τὰ σφουγγίσαν καὶ μοῦ ’δωσαν γιˬὰ ὀμορφιˬὰ τοῦ κρίνου τὴν ἀσπριˬάδα ΣΜατσούκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσπριˬὰ 1, ἀσπρίδα 1, ἀσπρίλα 1, ἀσπροβόλημα, ἀσπρολόγημα. β) Λευκὸν σημεῖον, λευκὸν στίγμα Θεσσ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.: Πολλὰ ἀσπράδας ἔ’ ἡ τσόχα ἀπικέσ’ (μέσα) Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδι 1. γ) Τὸ νεφέλιον τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος τοῦ ὀφθαλμοῦ Θεσσ. κ.ἀ. Συνών.: ἄδηλος 3, ἀναθόλα, ἀσπράδι 1β, ἀσπρίλα 3, θόλα. 2) Ὁ σκληρωτικὸς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ Πόντ. (Τραπ.): Τ᾽ ὀμματί’ ἡ ἀσπράδα. Συνών. ἀσπράδι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA