ἀσπριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπριστὴς ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσπρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ δι’ ἀσβέστου ἐπιχρίων τοὺς τοίχους, κονιατής. Συνών. ἀσβεστᾶς 3, ἀσβεστωτής, ἀσπριτζῆς, σουβατζῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/