ἄσπριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσπριστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀσπριστὸς τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ- λαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐπιχρισθεὶς δι᾿ ἀσβέστου ἔνθ’ ἄν.: Τοῖχος ἄσπριστος. Δωμάτιο ἄσπριστο πολλαχ. Ἄσπριστον ὁσπίτ’ Τραπ. Συνών. ἀνασβέστωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/