ἀσπρογανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρογανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπρογανιˬάζω Θήρ. Κύθν. ἀσπρουγανιˬάζου Θεσσ. (Ζαγορ.) Σάμ. ἀσπρογονιˬάζω Βιθυν. (Κατιρ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σέριφ. ἀσπρογαλιˬάζω πολλαχ. ἀσπρουγαλιˬάζου Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ’σπρογαλιάζω Τῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ παρ᾽ Ἡσυχ. οὐσ. γάνος=λάμψις, λευκότης. Τὸ ἀσπρογονιˬάζω ἴσως κατ᾿ ἀφομοίωσιν, τὸ δὲ ἀσπρογαλιˬάζω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. γάλα.
Σημασιολογία
1) Λαμβάνω ἣ ἔχω λευκὸν χρῶμα, φαίνομαι λευκὸς πολλαχ. Ἀσπρογανιˬάζει ἡ θάλασσα (ἐκ τῶν ἀφρῶν) Κύθν. Πέλαα ποῦ ἀσπρογαλιάζουν ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 93 Οἱ Νύφες κιˬ ἄλλες ὁλόγυρα κορφὲς ἀσπρογάλιˬαζαν ᾿ς τὸ γλυκοχάραμα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 214 Ὁ ποταμὸς μιˬὰ χάνεται καὶ μιˬὰ ἀσπρογαλιάζει ΚΧατζοπ. ᾿Αννιὼ 77 || Φρ. Ἡ μέρα ἀσπρουγαλιˬάζ᾿ (ξημερώνει) Θεσσ. || Ποιήμ. Καὶ μαρμαρώνει κιˬ ὁ λαιμὸς κι ἀσπρογαλιˬάζει ὁ κόρους ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 56 ... Βλέπει π᾿ ἀσπρογαλιˬάζει τὸ χάραμα ᾿ς τὸν οὐρανό... ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 222 Τ’ ἀστέρια τρεμοφέγγουνε και᾽ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ βάθηˬα ἀσπρογαλιˬάζουν σύθαμπα... ΜΦιλήντ Θρῦλ. 35 Κ᾽ εἶναι τοῦ πόνου μου ἀδερφός ἀποψ’ ὁ ἥλιˬος ποῦ κρυφὸς ἀοπρογαλιˬάζει ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 71. Συνών. ἀσπρογανίζω. β) Ἀποκτῶ ὑπόλευκον νοσηρὸν χρῶμα ἕνεκα ἀσθενείας ἢ ἄλλης αἰτίας Βιθυν. (Κατιρ.) Σέριφ. Τῆν.: Ἡ πεπονεˬὰ ᾽σπρογάλιˬασενε Τῆν. Dομάτα ἀσπρογονιˬασμένη Σεριφ. Ψωμιˬὰ ἀσπρογονιˬασμένα (ἀτελῶς ψημένα, χωρὶς χρῶμα) Κατιρ. 2) Ἀποβάλλω τὸ χρῶμα, ἀποχρωματίζομαι Θεσσ. (Ζαγορ.) Θήρ. Σάμ. κ.ἀ.: Τὰ ροῦχα τ’ τὰ μαῦρα εἶνι δυˬὸ χρόνια ἀπ’ τὰ φουρεῖ κιˬ ἀσπρουγανιˬάσαν Ζαγορ. Τοὺ παννὶ ἀσπρογάνιˬασι Σάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρίζω Α 1β. 3) Ὠχριῶ Θρᾴκ. (Σηλυβρ ): Ἀσπρογόνιˬασε ἀπ᾿ τὴν τρομάρα του. Συνών. ἀσπρίζω Β3 χλομιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA