ἀσπρογάνιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρογάνιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρογάνιˬασμα τό, ἀμάρτ. ἀσπρογάλιˬασμα Ἤπ. –Λεξ. Βλαστ 363 Μ’Εγκυκλ Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσπρογανιˬάζω, παρ’ ὃ καὶ ἀσπρογαλιάζω.

Σημασιολογία

Τὸ ὑπόλευκον χρῶμα ἰδίᾳ τοῦ οὐρανοῦ ἢ τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ λυκαυγὲς. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρογανιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/