ἀσπρογανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρογανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπρογανίζω ἀμάρτ. ἀσπρογαλίζω Ἤπ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Λακῶν.) –Λεξ. Δημητρ. ἀσπρογαλίζου Πελοπν. (Μάν.) ἀσπρογυˬαλίζω Κέρκ. Παξ. –ΝΠολίτ. Ἐκλογ. σ. 128 –Λεξ. Βλαστ. 312 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ παρ.Ἡσυχ. οὐσ. γάνος=λάμψις, λευκότης. Τὸ ἀσπρογαλίζω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. γάλα, τὸ δὲ ἀσπρογυˬαλίζω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γυˬαλίζω.
Σημασιολογία
Ἀσπρογανιˬάζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ θάλασσα ἄσπρογαλίζει Λακων. Παξ. Τὰ βουνὰ ἀσπρογαλίζουν (ἐκ τῆς χιόνος) Λακων. Τὸ σπίτι ἀσπρογαλίζει (ἀπὸ τὸ ἀσβέστωμα) Μάν. ‖ ᾌσμ. Ἀσπρογυˬαλίζει ἡ σκούφια του καὶ λάμπαν τ᾿ ἄρματα του Παξ. Βαρειὰ φουρτούνα πλάκωσε καὶ τὸ τιμόνι τρίζει, ἀσπρογυˬαλίζει ἡ θάλασσα, σιοˬυρίζουν τὰ κατάρτιˬα ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA